προδικία

προδικία
ἡ, Α [πρόδικος]
1. το δικαίωμα ή το προνόμιο τού να δικαστεί κανείς πριν από κάποιον άλλο («δεδόχθαι τοῑς ἱερομνήμοσι, Σατύρωι καὶ Τεισάνδρωι καὶ Φαινίωνι δοῡναι προδικίαν καὶ ἀσφάλειαν καὶ επιτιμίαν», επιγρ.)
2. το προνόμιο ή το αξίωμα τού προδίκου («πᾱσαν δὲ πρεσβείαν καὶ προδικίαν ὑφαρπάζουσα φιλοτιμία», Πλούτ.)
3. στον πληθ. αἱ προδικίαι
τα ψηφίσματα που παραχωρούσαν το προνόμιο ή το δικαίωμα τής προδικίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προδικίαν — προδικίᾱν , προδικία priority of trial fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”